τσάκα

τσάκα
η
1) прям. , перен. капкан, ловушка; 2) заглаженная складка (на брюках)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "τσάκα" в других словарях:

  • τσάκα — η, Ν παγίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. τσακώνω (πρβλ. πύρα: πυρώνω)] …   Dictionary of Greek

  • τσακώνω — και διαλ. τ. τζακώνω Ν 1. πιάνω στην τσάκα, συλλαμβάνω, παγιδεύω 2. (ειδικά) συλλαμβάνω κάποιον τη στιγμή που κάνει κάτι, ιδίως κακό («τόν τσάκωσα να κλέβει») 3. (κατ επέκτ.) πιάνω, αρπάζω 4. μέσ. τσακώνομαι φιλονικώ, διαπληκτίζομαι, μαλώνω… …   Dictionary of Greek

  • Ζάμπια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ζάμπια Έκταση: 752.614 τ. χλμ Πληθυσμός: 10.285.631 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Λουσάκα (1.318.000 κάτ. το 2002)Κράτος της νοτιοκεντρικής Αφρικής. Συνορεύει Β με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και την Τανζανία, Α με… …   Dictionary of Greek

  • τσακώνω — τσάκωσα, τσακώθηκα, τσακωμένος 1. πιάνω στην τσάκα, παγιδεύω, συλλαμβάνω, γραπώνω. 2. πιάνω κάποιον να κάνει κάτι: Τον τσάκωσα που έκλεβε το γλυκό. 3. το μέσ. και παθ., τσακώνομαι συλλαμβάνομαι, πιάνομαι. 4. έρχομαι στα χέρια με κάποιον, μαλώνω,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»